νεραϊδοπαρμένος

νεραϊδοπαρμένος
η , ο фольк, околдованный, опутанный колдовскими чарами (русалки), порченый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νεραϊδοπαρμένος" в других словарях:

  • νεραϊδοπαρμένος — η, ο βλ. νεραϊδοπαίρνω …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδοπαρμένος — η, ο (λαογρ.), αυτός που οι νεράιδες τού πήραν τα μυαλά, ο τρελός, ο φρενοβλαβής που τριγυρίζει στα δάση και τους ερημότοπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεραϊδοπαίρνω — 1. παίρνω τον νου κάποιου σαν να είμαι νεράιδα, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του 2. συναρπάζω, γοητεύω, σαγηνεύω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) νεραϊδοπαρμένος, η, ο αυτός που οι νεράιδες τού πήραν τον νου και περιφέρεται σε κατάσταση νοσηρής… …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδωμένος — η, ο νεραϊδοπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα, μέσω ενός αμάρτυρου *νεραϊδώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξωπαρμένος — η, ο αυτός που έχασε το μυαλό του από τα ξωτικά, από τις νεράιδες, νεραϊδοπαρμένος, αλλοπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωπαρμένος, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»